- υδροθεραπευτήριο(ν)
- το водолечебница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροθεραπευτήριο — το, Ν συγκρότημα εγκαταστάσεων κατάλληλων για υδροθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + θεραπευτήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
υδροθεραπευτήριο — το ειδικός χώρος με εγκαταστάσεις για υδροθεραπεία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)